στρατιά

στρατιά
στρᾰτιά
a army, expeditionποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶςO. 6.16

ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34

Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων N. 11.35

b host, assembly

Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50

c frag. ]ᾳμᾳ καὶ στρατιά (Π̆{pc}: -ιαῖς Π̆{ac}) Δ. 3. 11.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”